- γεωργήσιμος
- γεωργήσιμοςtilledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεωργήσιμος — η, ο (AM γεωργήσιμος, ον) [γεωργώ] ο κατάλληλος για καλλιέργεια, καλλιεργήσιμος … Dictionary of Greek
γεωργήσιμον — γεωργήσιμος tilled masc/fem acc sg γεωργήσιμος tilled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργησίμοις — γεωργήσιμος tilled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργησίμῳ — γεωργήσιμος tilled masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωργήσιμα — γεωργήσιμος tilled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)